- βωνίτης
- βωνίτης, ου, [dialect] Dor. [suff] βωμόλοχ-τας, ὁ, -βουκόλος, Call.Fr.157, Choerob.in An.Ox.1.184, Hsch.; but βουνιτῇσι· τοῖς βουκόλοις, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βωνίτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωνίτῃσιν — βωνίτης masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωνίτας — βωνίτᾱς , βωνίτης masc acc pl βωνίτᾱς , βωνίτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)